Η
παλιά πόλη ήταν στις ομορφιές της.
Ολοζώντανη, γεμάτη ενέργεια και κόσμο
που ετοίμαζε τους πάγκους για το παζάρι.
Ο γενναιόδωρος ήλιος μεταμόρφωνε τα
παλιά σκούρα κτίρια σε λαμπάδες. Τα
οποία περικύκλωναν την πλατεία και της
χάριζαν ζεστασιά και φως..
Ο
νεαρός άντρας δεν αντιστάθηκε και την
ρώτησε “Γιατί ήρθες συγκεκριμένα εδώ,
ψάχνοντας για ιδέες?”. “Εσύ ποιους
λόγους βάζεις στο μυαλό σου?” τον ρώτησε
πίσω εκείνη, ξαφνιάζοντας τον. “Χμμ..
Σίγουρα κάποιος μπορεί να εμπνευστεί
από το οτιδήποτε, υποθέτω.. Εξάλλου δεν
είμαι καλλιτέχνης, δεν γνωρίζω και
πολλά. Απλά με το δικό μου μυαλό σκέφτομαι
ότι υπάρχουν πιο κατάλληλα μέρη.
Όπως ένα όμορφο φυσικό τοπίο, μια καλή
ταινία, ένα βιβλίο! Εδώ τα κτίρια είναι
παλιά, μουντά.. Ο δρόμος είναι τουλάχιστον
εκατό χρόνων. Δεν ξέρω, εμένα με παραπέμπουν
στο παρελθόν με έναν σκοτεινό τρόπο.. Ενώ, φαντάζομαι, για φρέσκες ιδέες υπάρχουν
καλύτερα ερεθίσματα. Ίσως ένας περίπατος
στο κέντρο! Εκεί βλέπεις χίλιες εικόνες
με μια ματιά. Ουρανοξύστες, μουσεία,
πάρκα..”. Η κοπέλα τον κοίταζε σαν δασκάλα
που προσέχει με αγάπη και ενδιαφέρον
τον μαθητή της “Αυτό το μέρος για
κάποιους είναι ένα μουσείο από μόνο
του..” του απάντησε εν τέλει. “Δεν είναι
παράξενο αυτό? Κάποιοι, κοιτώντας αυτό
το μέρος, βλέπουν θλιβερά παλιομοδίτικα
κτίρια. Ενώ κάποιοι άλλοι βλέπουν την
ανθρώπινη εργασία και δημιουργικότητα
σε αυτά. Βλέπουν το ξύλο, την πέτρα..
Βλέπουν την αγάπη με την οποία χτίστηκαν.
Για κάποιους ανθρώπους αυτό
το μέρος εκπέμπει ζεστασιά και οικειότητα.
Νιώθουν ασφαλείς. Έρχονται καθημερινά
εδώ για να πιουν έναν καφέ και να
χαλαρώσουν. Για παράδειγμα, δες τους
ανθρώπους που έρχονται να πάρουν πράγματα
από το παζάρι. Έχουν μια γλυκιά αγωνία
στο πρόσωπο τους μα είναι ήρεμοι. Πιάνουν
πολλές φορές την συζήτηση μεταξύ τους,
ανοίγουν την καρδιά τους, χαμογελάνε..”. Τα
λόγια της ταξίδευαν κατευθείαν μέσα
στη καρδιά του. Τώρα που η κοπέλα του
εξηγούσε, σαν να έβλεπε τι εννοεί. Γιατί
δεν μπορούσε να τα δει από μόνος του? ....]
Ο ήλιος είχε φτάσει
λίγο πριν την δύση του και έριχνε τις
τελευταίες δυνατές λάμψεις. Τα πάνω-πάνω
στρώματα του ουρανού είχαν γκριζάρει,
μα πιο χαμηλά το βαθύ πορτοκαλί είχε
χρωματίσει ολόκληρη την πλάση..
Εκείνος είχε
μελαγχολήσει. Μετά την παιδική χαρά
είχε μπει σε ένα ντόμινο σκέψεων, το
οποίο έφτανε ως τα άδυτα του εαυτού του.
Τώρα που η δική του γυάλινη σφαίρα διαλυόταν, ξανά θυμόταν αυτό που
αποκαλούσαν οι περισσότεροι άνθρωποι
“κανονική ζωή”. Ποιος ήτανε άραγε ο
ίδιος χωρίς την δουλειά του? Σαν ξεχωριστή
ανεξάρτητη μονάδα, τι είχε να πει στον
κόσμο? Πως θα συστηνόταν? Ποιος ήταν ο
σκοπός του? Για ποιον λόγο αγωνιζόταν
σε αυτή τη ζωή? Τι πρόσφερε στον κόσμο?
Πλέον
δεν ήταν σίγουρος σε ποιανού σκακιέρα
έπαιζε.. Οι περισσότεροι άνθρωποι που
είχε συναντήσει, σήμερα τουλάχιστον,
χάριζαν θετική ενέργεια και γαλήνη στη
πλάση. Μερικοί από αυτούς ίσως και να
έκαναν δουλειές μέσα από τις οποίες
βοηθούσαν κόσμο. Ενώ εκείνος πρόσφερε
στο κοινό ύπουλες παραπλανητικές
διαφημίσεις. Αν έπρεπε να κατατάξει σε
γενικές γραμμές τον εαυτό του, στους
καλούς ή στους κακούς, που θα τον κατέταζε?
Η απάντηση τον φόβιζε.. Τόσα χρόνια ζούσε
σε μια δική του σφαίρα. Όλο του το είναι
και το μυαλό επικεντρωνόταν σε ιδέες
και λύσεις για την
διαφημιστική
εταιρία στην οποία εργαζόταν. Λύσεις
και ιδέες που ουσιαστικά θα έφερναν
χρήματα. Αυτό έκανε στη ζωή του, κυνηγούσε
το χρήμα. Έμμεσα, άμεσα? Για εκείνον? Για
άλλους? Ποια ήταν η διαφορά? Τη σημασία
είχε? “Που υπάρχει χώρος για λεωφορεία
και παιδιά σε έναν τέτοιο κόσμο?”
σκέφτηκε..]
Είχαν στρίψει σε ένα
δρομάκι που οδηγούσε μέσα στο δάσος. Οι
ακτίνες του ήλιου τρυπούσαν τις φυλλωσιές
των δέντρων και τους χάιδευαν το πρόσωπο.
Η αίσθηση του δάσους ήταν παραμυθένια.
Ελαφρό αεράκι κουνούσε τα ροζ άνθη από
τις αμυγδαλιές και τα έκανε να μοιάζουν
με φρέσκες νιφάδες χιονιού που αρνιόντουσαν
να πέσουν στο έδαφος και χόρευαν νωχελικά
γύρω από τα δέντρα. Η κοπέλα είχε καταλάβει
πως εκείνος ήταν έτοιμος να καταρρεύσει
και σταμάτησε. Εκείνος ντράπηκε για τα
βουρκωμένα του μάτια και χαμήλωσε το
κεφάλι. Εκεί στο πανέμορφο μονοπάτι
τους δάσους, εκείνη σαν καλή νεράιδα,
σε μια εικόνα ουτοπική άπλωσε τα χέρια
της και άγγιξε τα δικά του. Εκείνος
τελικά ελευθέρωσε τα δάκρυα του,
κοιτάζοντας την κατάματα. Της αποκάλυψε
ατόφια την ύπαρξη του. Χωρίς αμηχανία
και δισταγμούς. Της έλεγε “Αυτός είμαι”,
“Αυτές είναι οι πληγές μου”, “Αυτά
είναι τα ψεγάδια μου, αυτή είναι η ψυχή
μου”. Στεκόταν μπροστά της και την
παρακαλούσε να τον σώσει. Η κοπέλα με
το ένα χέρι κρατούσε το δικό του και με
το άλλο τον χάιδευε στο πρόσωπο. Του
είπε “Μια απελευθερωμένη καρδιά δεν
χρειάζεται να φοβάται και εσύ μόλις
απελευθέρωσες τη δική σου. Όλα θα πάνε
καλά..”. Του χαμογέλασε ελαφρά και άρχισε
να τον οδηγεί μέσα στο δάσος. Εκείνος
ακολουθούσε με αγωνία, σαν μικρό παιδάκι
που ανακάλυψε μια μαγική νεράιδα..
Copyrights 2011 Μαρία Κρητικού.
Copyrights 2011 Μαρία Κρητικού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου